awoke$551663$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

awoke$551663$ - translation to ελληνικό

STATE OF CONSCIOUSNESS IN WHICH AN INDIVIDUAL IS CONSCIOUS AND ENGAGES IN COHERENT COGNITIVE AND BEHAVIORAL RESPONSES TO THE EXTERNAL WORLD
Waking states; Awake; Wakeful; Awakens; Awoke; Waken; Wakens; Wakened; Wakefullness; Waking state

awoke      
ξύπνησα

Ορισμός

Waken
·vi To Wake; to cease to sleep; to be awakened.
II. Waken ·vt To Excite; to Rouse; to move to action; to Awaken.
III. Waken ·vt To excite or rouse from sleep; to Wake; to Awake; to Awaken.

Βικιπαίδεια

Wakefulness

Wakefulness is a daily recurring brain state and state of consciousness in which an individual is conscious and engages in coherent cognitive and behavioral responses to the external world.

Being awake is the opposite of being asleep, in which most external inputs to the brain are excluded from neural processing.